σωματομετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σωματομετρία | οι | σωματομετρίες |
| γενική | της | σωματομετρίας | των | σωματομετριών |
| αιτιατική | τη | σωματομετρία | τις | σωματομετρίες |
| κλητική | σωματομετρία | σωματομετρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σωματομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική somatometry < αρχαία ελληνική σῶμα + μέτρον
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.