Sch.
Διαγλωσσικοί όροι
Ετυμολογία
- Sch. < λατινική scholia, πληθυντικός αριθμός του scholium[1] < (ελληνιστική κοινή) σχόλιον[2]
Συντομομορφή
Sch., sch. συντομογραφία
- (βιβλιογραφική παραπομπή, λεξικογραφία) ένδειξη ότι μια λέξη ή επεξήγηση ανήκει σε ερμηνευτικά, κριτικά σχόλια κειμένων και όχι στο κύριο σώμα του έργου (ιδίως σε λεξικά κλασικών γλωσσών, όπως αρχαία ελληνικά). Ακολουθείται από τις συντομογραφίες για τον συγγραφέα, το έργο και τον αριθμό στίχου τον οποίο σχολιάζει.
- ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: λήμμα ἐπίτρομος στο λεξικό Liddell-Scott[3] Η ένδειξη
- Sch. A. Th. 78.
- σημαίνει σχόλιο στον Αισχύλο, στους Επτά επί Θήβας, για τον στίχο 78
- ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: λήμμα ἐπίτρομος στο λεξικό Liddell-Scott[3] Η ένδειξη
- Schol.
Συγγενικά
- Sch.rec. (scholia recentiora)
- Sch.vet. (scholia vetera)
-
Scholia στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- scholium - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- σχόλιον
- ἐπίτρομος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.