σχολασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σχολασμένος | η | σχολασμένη | το | σχολασμένο |
| γενική | του | σχολασμένου | της | σχολασμένης | του | σχολασμένου |
| αιτιατική | τον | σχολασμένο | τη | σχολασμένη | το | σχολασμένο |
| κλητική | σχολασμένε | σχολασμένη | σχολασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σχολασμένοι | οι | σχολασμένες | τα | σχολασμένα |
| γενική | των | σχολασμένων | των | σχολασμένων | των | σχολασμένων |
| αιτιατική | τους | σχολασμένους | τις | σχολασμένες | τα | σχολασμένα |
| κλητική | σχολασμένοι | σχολασμένες | σχολασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
σχολασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.