σχολάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σχολάω < σχολ(ώ) + -άω < σκολώ με λόγια επίδραση [sk] > [sx][1] < αρχαία ελληνική σχολάζω (παύω να ασχολούμαι, έχω ελεύθερο χρόνο) με μεταπλασμό βάσει του συνοπτικού θέματος σχολασ- (όπως στο σχήμα γεράζω > γέρασα > γερνώ[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /sxoˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχολάω

Ρήμα

σχολάω/σχολώ, αόρ.: σχόλασα, παθ.φωνή: _, π.αόρ.: σχολάστηκε, μτχ.π.π.: σχολασμένος [3]

  1. (αμετάβατο) τελειώνω την καθημερινή δουλειά μου ή το μάθημά μου
    δεν πρόκειται να σχολάσουμε αν δεν τελειώσουμε όλο το βάψιμο
  2. (αμετάβατο, μεταφορικά) απολύομαι
  3. (μεταβατικό) διώχνω κάποιον από τη δουλειά του συνήθως σε άλλη ώρα από την προκαθορισμένη
  4. (μεταβατικό, μεταφορικά) απολύω

Ταυτόσημο

όλες οι μορφές:

για τη σημασία: τελειώνω την εργασία μου ή το μάθημά μου:

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σχόλη

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σχολώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «σχολάζω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
    Αναφέρει τύπο παθητικού αορίστου -στηκα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.