σχολάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /sxoˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχο‐λά‐ω
Ταυτόσημο
όλες οι μορφές:
για τη σημασία: τελειώνω την εργασία μου ή το μάθημά μου:
Μεταφράσεις
- → δείτε και τη λέξη απολύω
Αναφορές
- σχολώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «σχολάζω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αναφέρει τύπο παθητικού αορίστου -στηκα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.