σκολάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκολάζω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /skoˈla.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐λά‐ζω
Πηγές
- «σχολάζω» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Τσακωνικά (tsd)
Ετυμολογία
- σκολάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σχολάζω. Συγκρίνετε με το σχολάω της κοινής.
Ρήμα
σκολάζω
- σχολάω, τελειώνω, παύω τη δουλειά μου
- ↪ σχολάτσ̌ε το σχολείε - σχόλασε το σχολείο
- ↪ σκολιακώ ’ταρ ο πετρά - σχόλασε ο χτίστης
- ↪ Εσκολιάνοι γλήγορα οι εργάτοι σάμερε. - Σχόλασαν γρήγορα οι εργάτες σήμερα.
- παύω να γεννάω (και για ανθρώπους), τελειώνει η περίοδος καρποφορίας (για φυτά)
Ρηματικοί τύποι
- σκολιάζου
- εσκολιά
- σκολιαστέ
Πηγές
σελ.156.jpg, τόμ.3 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 3ος@academyofathens
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.