σκολάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκολάω < σκολ(ώ) + -άω < αρχαία ελληνική σχολάζω  δείτε τη λέξη σχολάω

Προφορά

ΔΦΑ : /skoˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκολάω

Ρήμα

σκολάω/σκολώ, αόρ.: σκόλασα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του σχολάω
    άλλες μορφές: σχολνάω / σχολνώ
      Δουλειά βαριά, για βαστάζο χεροδύναμο, όχι για ξεπεσμένο νοικοκύρη. Έβαλε τα δυνατά του για να μην αποφανεί, που τόσο σκληρά παιδευόταν, και του σηκώσει ο άνθρωπος την εμπιστοσύνη και την αποθέσει αλλού. Κι ήρθε το τέλος της βδομάδας και τον σκόλασε, έτσι καταπώς ήταν συμφωνημένο, για μια βδομάδα, και του μέτρησε το ξεδούλι.
    Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Ένα κομμάτι κρέας, 1981. @timesnews.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.