σχισματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σχισματικός | η | σχισματική | το | σχισματικό |
| γενική | του | σχισματικού | της | σχισματικής | του | σχισματικού |
| αιτιατική | τον | σχισματικό | τη | σχισματική | το | σχισματικό |
| κλητική | σχισματικέ | σχισματική | σχισματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σχισματικοί | οι | σχισματικές | τα | σχισματικά |
| γενική | των | σχισματικών | των | σχισματικών | των | σχισματικών |
| αιτιατική | τους | σχισματικούς | τις | σχισματικές | τα | σχισματικά |
| κλητική | σχισματικοί | σχισματικές | σχισματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σχισματικός < μεσαιωνική ελληνική σχισματικός < αρχαία ελληνική σχίσμα < σχίζω
Επίθετο
σχισματικός
- που έχει σχέση με το σχίσμα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
- που έχει αποσχιστεί από την επίσημη εκκλησία κι έχει καταδικαστεί εκκλησιαστικώς με συνοδική απόφαση
- (ουσιαστικοποιημένο) υποστηρικτής του σχίσματος
Μεταφράσεις
σχισματικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.