αποσχίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποσχίζομαι < αρχαία ελληνική ἀποσχίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἀποσχίζω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποσχίζομαι | αποσχιζόμουν(α) | θα αποσχίζομαι | να αποσχίζομαι | ||
| β' ενικ. | αποσχίζεσαι | αποσχιζόσουν(α) | θα αποσχίζεσαι | να αποσχίζεσαι | (αποσχίζου) | |
| γ' ενικ. | αποσχίζεται | αποσχιζόταν(ε) | θα αποσχίζεται | να αποσχίζεται | ||
| α' πληθ. | αποσχιζόμαστε | αποσχιζόμαστε αποσχιζόμασταν |
θα αποσχιζόμαστε | να αποσχιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποσχίζεστε | αποσχιζόσαστε αποσχιζόσασταν |
θα αποσχίζεστε | να αποσχίζεστε | (αποσχίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αποσχίζονται | αποσχίζονταν αποσχιζόντουσαν |
θα αποσχίζονται | να αποσχίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποσχίστηκα | θα αποσχιστώ | να αποσχιστώ | αποσχιστεί | ||
| β' ενικ. | αποσχίστηκες | θα αποσχιστείς | να αποσχιστείς | αποσχίσου | ||
| γ' ενικ. | αποσχίστηκε | θα αποσχιστεί | να αποσχιστεί | |||
| α' πληθ. | αποσχιστήκαμε | θα αποσχιστούμε | να αποσχιστούμε | |||
| β' πληθ. | αποσχιστήκατε | θα αποσχιστείτε | να αποσχιστείτε | αποσχιστείτε | ||
| γ' πληθ. | αποσχίστηκαν αποσχιστήκαν(ε) |
θα αποσχιστούν(ε) | να αποσχιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποσχιστεί | είχα αποσχιστεί | θα έχω αποσχιστεί | να έχω αποσχιστεί | αποσχισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποσχιστεί | είχες αποσχιστεί | θα έχεις αποσχιστεί | να έχεις αποσχιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποσχιστεί | είχε αποσχιστεί | θα έχει αποσχιστεί | να έχει αποσχιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποσχιστεί | είχαμε αποσχιστεί | θα έχουμε αποσχιστεί | να έχουμε αποσχιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποσχιστεί | είχατε αποσχιστεί | θα έχετε αποσχιστεί | να έχετε αποσχιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποσχιστεί | είχαν αποσχιστεί | θα έχουν αποσχιστεί | να έχουν αποσχιστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.