σχημάτισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχημάτισμα τα σχηματίσματα
      γενική του σχηματίσματος των σχηματισμάτων
    αιτιατική το σχημάτισμα τα σχηματίσματα
     κλητική σχημάτισμα σχηματίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχημάτισμα < σχηματίζω

Ουσιαστικό

σχημάτισμα ουδέτερο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.