raft
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
raft
(en)
ξύλινη
σχεδία
φουσκωτό
σκάφος με επίπεδη βάση
πλήθος, σωρός από πράγματα ή αντικείμενα
Ρήμα
raft
(en)
μεταφέρω κάτι με
σχεδία
μετακινούμαι, διασχίζω ή κατέρχομαι (
ποτάμι
κ.λπ.) με σχεδία
κατασκευάζω σχεδία από
κορμούς
δέντρων
ή
ξύλα
Συγγενικά
rafting
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.