καθαρίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθαρίστρια | οι | καθαρίστριες |
| γενική | της | καθαρίστριας | των | καθαριστριών |
| αιτιατική | την | καθαρίστρια | τις | καθαρίστριες |
| κλητική | καθαρίστρια | καθαρίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθαρίστρια < καθαρίζω
Ουσιαστικό
καθαρίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) γυναίκα η οποία αναλαμβάνει κατ' επάγγελμα να καθαρίζει ιδιωτικά ή δημόσια κτήρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.