σφαιριστήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σφαιριστήριο | τα | σφαιριστήρια |
| γενική | του | σφαιριστήριου & σφαιριστηρίου |
των | σφαιριστήριων & σφαιριστηρίων |
| αιτιατική | το | σφαιριστήριο | τα | σφαιριστήρια |
| κλητική | σφαιριστήριο | σφαιριστήρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
%252C_Holyoke%252C_Massachusetts.jpg.webp)
σφαιριστήριο στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ
Ετυμολογία
- σφαιριστήριο < ελληνιστική κοινή σφαιριστήριον < αρχαία ελληνική σφαιρίζω < σφαῖρα
Ουσιαστικό
σφαιριστήριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
σφαιριστήριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.