σφαιριστήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφαιριστήριο τα σφαιριστήρια
      γενική του σφαιριστήριου
& σφαιριστηρίου
των σφαιριστήριων
& σφαιριστηρίων
    αιτιατική το σφαιριστήριο τα σφαιριστήρια
     κλητική σφαιριστήριο σφαιριστήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σφαιριστήριο στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ

Ετυμολογία

σφαιριστήριο < ελληνιστική κοινή σφαιριστήριον < αρχαία ελληνική σφαιρίζω < σφαῖρα

Ουσιαστικό

σφαιριστήριο ουδέτερο

  1. αίθουσα, κατάστημα ή άλλος ειδικός χώρος στον οποίον παίζεται το μπιλιάρδο
  2. το τραπέζι του μπιλιάρδου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.