ingredient

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
ingredient ingredients

Ουσιαστικό

ingredient (en)

  • το συστατικό, το υλικό, ένα από τα πράγματα από τα οποία γίνεται κάτι, ειδικά ένα από τα τρόφιμα που χρησιμοποιούνται μαζί για την παρασκευή ενός συγκεκριμένου πιάτου
    a medicine with dangerous ingredients - φάρμακο με επικίνδυνα συστατικά
    The main ingredient in the purée is potato.
    Το κύριο συστατικό του πουρέ είναι η πατάτα.
    She always uses good ingredients in her food.
    Χρησιμοποιεί πάντα καλά υλικά στα φαγητά της.
    What ingredients are needed for the cake?
    Τι υλικά χρειάζονται για την τούρτα;

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.