ὠστίζομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ὠστίζομαι ( ὠστιοῦμαι ο μέλλων στους αττικούς)
- συνωθούμαι, σπρώχνομαι, στριμώχνομαι, σκουντιέμαι, διαγκωνίζομαι, συνωστίζομαι
- ἐς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται (για να γίνει πρόεδρος...)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.