συνυπάρχων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνυπάρχων | η | συνυπάρχουσα | το | συνυπάρχον |
| γενική | του | συνυπάρχοντος & συνυπάρχοντα1 |
της | συνυπάρχουσας & συνυπαρχούσης* |
του | συνυπάρχοντος |
| αιτιατική | τον | συνυπάρχοντα | τη | συνυπάρχουσα | το | συνυπάρχον |
| κλητική | συνυπάρχων | συνυπάρχουσα | συνυπάρχον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνυπάρχοντες | οι | συνυπάρχουσες | τα | συνυπάρχοντα |
| γενική | των | συνυπαρχόντων | των | συνυπαρχουσών | των | συνυπαρχόντων |
| αιτιατική | τους | συνυπάρχοντες | τις | συνυπάρχουσες | τα | συνυπάρχοντα |
| κλητική | συνυπάρχοντες | συνυπάρχουσες | συνυπάρχοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνυπάρχων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνυπάρχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συνυπάρχω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.