συντάκτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συντάκτης οι συντάκτες
      γενική του συντάκτη των συντακτών
    αιτιατική τον συντάκτη τους συντάκτες
     κλητική συντάκτη συντάκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συντάκτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συντάκτης[1]

Ουσιαστικό

συντάκτης αρσενικό ή θηλυκό και (θηλυκό συντάκτρια)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.