ασυνταξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασυνταξία οι ασυνταξίες
      γενική της ασυνταξίας των ασυνταξιών
    αιτιατική την ασυνταξία τις ασυνταξίες
     κλητική ασυνταξία ασυνταξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασυνταξία < αρχαία ελληνική ἀσυνταξία < ἀσύντακτος

Ουσιαστικό

ασυνταξία θηλυκό

  • παράβαση κανόνων τού συντακτικού, σολοικισμός
    τόσα χρόνια που μαθαίνω αυτήν τη γλώσσα, είναι δύσκολο να βρεθεί ασυνταξία στα κείμενά μου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.