ασύνταχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασύνταχτος | η | ασύνταχτη | το | ασύνταχτο |
| γενική | του | ασύνταχτου | της | ασύνταχτης | του | ασύνταχτου |
| αιτιατική | τον | ασύνταχτο | την | ασύνταχτη | το | ασύνταχτο |
| κλητική | ασύνταχτε | ασύνταχτη | ασύνταχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασύνταχτοι | οι | ασύνταχτες | τα | ασύνταχτα |
| γενική | των | ασύνταχτων | των | ασύνταχτων | των | ασύνταχτων |
| αιτιατική | τους | ασύνταχτους | τις | ασύνταχτες | τα | ασύνταχτα |
| κλητική | ασύνταχτοι | ασύνταχτες | ασύνταχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασύνταχτος < ασύντακτος
Μεταφράσεις
ασύνταχτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.