αρχισυντάκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχισυντάκτης | οι | αρχισυντάκτες |
| γενική | του | αρχισυντάκτη | των | αρχισυντακτών |
| αιτιατική | τον | αρχισυντάκτη | τους | αρχισυντάκτες |
| κλητική | αρχισυντάκτη | αρχισυντάκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.