συννυφάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συννυφάδα οι συννυφάδες
      γενική της συννυφάδας των συννυφάδων
    αιτιατική τη συννυφάδα τις συννυφάδες
     κλητική συννυφάδα συννυφάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συννυφάδα < συννυφάδες (υποχωρητικός σχηματισμός)[1] < συν- + (νύφ(η) + -άδα, κατά το κουνιάδα, αντίστοιχο προς την ελληνιστική κοινή σύννυμφος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /si.niˈfa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συννυφάδα

Ουσιαστικό

συννυφάδα θηλυκό

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.