κουνιάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουνιάδα | οι | κουνιάδες |
| γενική | της | κουνιάδας | των | κουνιάδων |
| αιτιατική | την | κουνιάδα | τις | κουνιάδες |
| κλητική | κουνιάδα | κουνιάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουνιάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουνιάδα < βενετική cognadα. Δείτε cognado
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κουνιάδος
Συνώνυμα
- ανδράδελφη
- γυναικάδελφη
Μεταφράσεις
κουνιάδα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.