συνιζημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνιζημένος | η | συνιζημένη | το | συνιζημένο |
| γενική | του | συνιζημένου | της | συνιζημένης | του | συνιζημένου |
| αιτιατική | τον | συνιζημένο | τη | συνιζημένη | το | συνιζημένο |
| κλητική | συνιζημένε | συνιζημένη | συνιζημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνιζημένοι | οι | συνιζημένες | τα | συνιζημένα |
| γενική | των | συνιζημένων | των | συνιζημένων | των | συνιζημένων |
| αιτιατική | τους | συνιζημένους | τις | συνιζημένες | τα | συνιζημένα |
| κλητική | συνιζημένοι | συνιζημένες | συνιζημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνιζημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συνιζάνω από την αρχαία ελληνική συνιζάνω (βυθίζω, κατακαθίζω) με παράλληλο τύπο συνίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ni.ziˈme.nos/
Μεταφράσεις
συνιζημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.