συνιζάνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνιζάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνιζάνω < συν- + ἱζάνω (ιζάνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.niˈza.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νι‐ζά‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐ι‐ζά‐νω
Ρήμα
συνιζάνω, πρτ.: συνίζανα, αόρ.: συνίζανα, παθ.φωνή: συνιζάνομαι, π.αόρ.: συνιζήθηκα, μτχ.π.π.: συνιζημένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνιζάνω | συνίζανα | θα συνιζάνω | να συνιζάνω | συνιζάνοντας | |
| β' ενικ. | συνιζάνεις | συνίζανες | θα συνιζάνεις | να συνιζάνεις | συνίζανε | |
| γ' ενικ. | συνιζάνει | συνίζανε | θα συνιζάνει | να συνιζάνει | ||
| α' πληθ. | συνιζάνουμε | συνιζάναμε | θα συνιζάνουμε | να συνιζάνουμε | ||
| β' πληθ. | συνιζάνετε | συνιζάνατε | θα συνιζάνετε | να συνιζάνετε | συνιζάνετε | |
| γ' πληθ. | συνιζάνουν(ε) | συνίζαναν συνιζάναν(ε) |
θα συνιζάνουν(ε) | να συνιζάνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνίζανα | θα συνιζάνω | να συνιζάνω | συνιζάνει | ||
| β' ενικ. | συνίζανες | θα συνιζάνεις | να συνιζάνεις | συνίζανε | ||
| γ' ενικ. | συνίζανε | θα συνιζάνει | να συνιζάνει | |||
| α' πληθ. | συνιζάναμε | θα συνιζάνουμε | να συνιζάνουμε | |||
| β' πληθ. | συνιζάνατε | θα συνιζάνετε | να συνιζάνετε | συνιζάνετε | ||
| γ' πληθ. | συνίζαναν συνιζάναν(ε) |
θα συνιζάνουν(ε) | να συνιζάνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συνιζάνει | είχα συνιζάνει | θα έχω συνιζάνει | να έχω συνιζάνει | ||
| β' ενικ. | έχεις συνιζάνει | είχες συνιζάνει | θα έχεις συνιζάνει | να έχεις συνιζάνει | ||
| γ' ενικ. | έχει συνιζάνει | είχε συνιζάνει | θα έχει συνιζάνει | να έχει συνιζάνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνιζάνει | είχαμε συνιζάνει | θα έχουμε συνιζάνει | να έχουμε συνιζάνει | ||
| β' πληθ. | έχετε συνιζάνει | είχατε συνιζάνει | θα έχετε συνιζάνει | να έχετε συνιζάνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνιζάνει | είχαν συνιζάνει | θα έχουν συνιζάνει | να έχουν συνιζάνει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνιζάνομαι | συνιζανόμουν(α) | θα συνιζάνομαι | να συνιζάνομαι | ||
| β' ενικ. | συνιζάνεσαι | συνιζανόσουν(α) | θα συνιζάνεσαι | να συνιζάνεσαι | ||
| γ' ενικ. | συνιζάνεται | συνιζανόταν(ε) | θα συνιζάνεται | να συνιζάνεται | ||
| α' πληθ. | συνιζανόμαστε | συνιζανόμαστε συνιζανόμασταν |
θα συνιζανόμαστε | να συνιζανόμαστε | ||
| β' πληθ. | συνιζάνεστε | συνιζανόσαστε συνιζανόσασταν |
θα συνιζάνεστε | να συνιζάνεστε | συνιζάνεστε | |
| γ' πληθ. | συνιζάνονται | συνιζάνονταν συνιζανόντουσαν |
θα συνιζάνονται | να συνιζάνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνιζήθηκα | θα συνιζηθώ | να συνιζηθώ | συνιζηθεί | ||
| β' ενικ. | συνιζήθηκες | θα συνιζηθείς | να συνιζηθείς | συνιζήσου | ||
| γ' ενικ. | συνιζήθηκε | θα συνιζηθεί | να συνιζηθεί | |||
| α' πληθ. | συνιζηθήκαμε | θα συνιζηθούμε | να συνιζηθούμε | |||
| β' πληθ. | συνιζηθήκατε | θα συνιζηθείτε | να συνιζηθείτε | συνιζηθείτε | ||
| γ' πληθ. | συνιζήθηκαν συνιζηθήκαν(ε) |
θα συνιζηθούν(ε) | να συνιζηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συνιζηθεί | είχα συνιζηθεί | θα έχω συνιζηθεί | να έχω συνιζηθεί | συνιζημένος | |
| β' ενικ. | έχεις συνιζηθεί | είχες συνιζηθεί | θα έχεις συνιζηθεί | να έχεις συνιζηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συνιζηθεί | είχε συνιζηθεί | θα έχει συνιζηθεί | να έχει συνιζηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνιζηθεί | είχαμε συνιζηθεί | θα έχουμε συνιζηθεί | να έχουμε συνιζηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συνιζηθεί | είχατε συνιζηθεί | θα έχετε συνιζηθεί | να έχετε συνιζηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνιζηθεί | είχαν συνιζηθεί | θα έχουν συνιζηθεί | να έχουν συνιζηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συνιζημένος - είμαστε, είστε, είναι συνιζημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συνιζημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συνιζημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συνιζημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συνιζημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συνιζημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συνιζημένοι | |||||
Μεταφράσεις
συνιζάνω
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- συνιζάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνιζάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.