συνιζάνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνιζάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνιζάνω < συν- + ἱζάνω (ιζάνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /si.niˈza.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνιζάνω
παλιότερος συλλαβισμός: συνιζάνω

Ρήμα

συνιζάνω, πρτ.: συνίζανα, αόρ.: συνίζανα, παθ.φωνή: συνιζάνομαι, π.αόρ.: συνιζήθηκα, μτχ.π.π.: συνιζημένος

  • επιφέρω συνίζηση [1]
    1. (γραμματική, φωνολογία)
      Συνιζάνω δυο γειτονικά φωνήεντα προφέροντάς τα σε μια συλλαβή.
    2. (γεωλογία) λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
      χρειάζεται παράθεμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις συνίζηση και ιζάνω

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συνιζάνω < συν- + ἱζάνω (ιζάνω)

Ρήμα

συνιζάνω (μόνο σε ενεστώτα και παρατατικό)

  1. κατακαθίζω
  2. (για τον άνεμο) καταλαγιάζω

Συγγενικά

Πηγές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.