συνεχισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνεχισμένος | η | συνεχισμένη | το | συνεχισμένο |
| γενική | του | συνεχισμένου | της | συνεχισμένης | του | συνεχισμένου |
| αιτιατική | τον | συνεχισμένο | τη | συνεχισμένη | το | συνεχισμένο |
| κλητική | συνεχισμένε | συνεχισμένη | συνεχισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνεχισμένοι | οι | συνεχισμένες | τα | συνεχισμένα |
| γενική | των | συνεχισμένων | των | συνεχισμένων | των | συνεχισμένων |
| αιτιατική | τους | συνεχισμένους | τις | συνεχισμένες | τα | συνεχισμένα |
| κλητική | συνεχισμένοι | συνεχισμένες | συνεχισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνεχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνεχίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.