συναντημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναντημένος η συναντημένη το συναντημένο
      γενική του συναντημένου της συναντημένης του συναντημένου
    αιτιατική τον συναντημένο τη συναντημένη το συναντημένο
     κλητική συναντημένε συναντημένη συναντημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναντημένοι οι συναντημένες τα συναντημένα
      γενική των συναντημένων των συναντημένων των συναντημένων
    αιτιατική τους συναντημένους τις συναντημένες τα συναντημένα
     κλητική συναντημένοι συναντημένες συναντημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

συναντημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.