συναλλάσσομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συναλλάσσομαι < αρχαία ελληνική συναλλάσσω < σύν + ἀλλάσσω

Ρήμα

συναλλάσσομαι

  • (οικονομία) κάνω (εμπορικές ή γενικότερα οικονομικές —ή και άλλες—) συναλλαγές

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.