συναλλάσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συναλλάσσομαι < αρχαία ελληνική συναλλάσσω < σύν + ἀλλάσσω
Συγγενικά
- ασυνάλλακτος
- επισυναλλαγή
- επισυναλλαγματική
- συναλλαγή
- συνάλλαγμα
- συναλλαγματική
- συναλλαγματικός
- συναλλαγματικώς
- συναλλαγματοφόρος
- συναλλαγμένος
- συναλλακτικός / συναλλαχτικός
- συναλλακτικώς
- συνάλλαμα / συνάλλασμα
- συναλλαξιά
- συναλλασσόμενος
- συναλλάσσω / συναλλάζω
- → δείτε τις λέξεις συν και αλλάζω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συναλλάσσομαι | συναλλασσόμουν(α) | θα συναλλάσσομαι | να συναλλάσσομαι | ||
| β' ενικ. | συναλλάσσεσαι | συναλλασσόσουν(α) | θα συναλλάσσεσαι | να συναλλάσσεσαι | (συναλλάσσου) | |
| γ' ενικ. | συναλλάσσεται | συναλλασσόταν(ε) | θα συναλλάσσεται | να συναλλάσσεται | ||
| α' πληθ. | συναλλασσόμαστε | συναλλασσόμαστε συναλλασσόμασταν |
θα συναλλασσόμαστε | να συναλλασσόμαστε | ||
| β' πληθ. | συναλλάσσεστε | συναλλασσόσαστε συναλλασσόσασταν |
θα συναλλάσσεστε | να συναλλάσσεστε | (συναλλάσσεστε) | |
| γ' πληθ. | συναλλάσσονται | συναλλάσσονταν συναλλασσόντουσαν |
θα συναλλάσσονται | να συναλλάσσονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συναλλάχτηκα | θα συναλλαχτώ | να συναλλαχτώ | συναλλαχτεί | ||
| β' ενικ. | συναλλάχτηκες | θα συναλλαχτείς | να συναλλαχτείς | συναλλάξου | ||
| γ' ενικ. | συναλλάχτηκε | θα συναλλαχτεί | να συναλλαχτεί | |||
| α' πληθ. | συναλλαχτήκαμε | θα συναλλαχτούμε | να συναλλαχτούμε | |||
| β' πληθ. | συναλλαχτήκατε | θα συναλλαχτείτε | να συναλλαχτείτε | συναλλαχτείτε | ||
| γ' πληθ. | συναλλάχτηκαν συναλλαχτήκαν(ε) |
θα συναλλαχτούν(ε) | να συναλλαχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συναλλαχτεί | είχα συναλλαχτεί | θα έχω συναλλαχτεί | να έχω συναλλαχτεί | συναλλαγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις συναλλαχτεί | είχες συναλλαχτεί | θα έχεις συναλλαχτεί | να έχεις συναλλαχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συναλλαχτεί | είχε συναλλαχτεί | θα έχει συναλλαχτεί | να έχει συναλλαχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συναλλαχτεί | είχαμε συναλλαχτεί | θα έχουμε συναλλαχτεί | να έχουμε συναλλαχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συναλλαχτεί | είχατε συναλλαχτεί | θα έχετε συναλλαχτεί | να έχετε συναλλαχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συναλλαχτεί | είχαν συναλλαχτεί | θα έχουν συναλλαχτεί | να έχουν συναλλαχτεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.