συμφωνητικόν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

συμφωνητικόν < συμφωνη- + -τικόν, ουδέτερο του -τικός ως ουδέτερου του *συμφωνητικός

Ουσιαστικό

συμφωνητικόν ουδέτερο

Συγγενικά

  • συμφωνητής
  • συμφωνῶ, -έω

 και δείτε τη λέξη σύμφωνος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.