συμφυής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμφυής | η | συμφυής | το | συμφυές |
| γενική | του | συμφυούς* | της | συμφυούς | του | συμφυούς |
| αιτιατική | τον | συμφυή | τη | συμφυή | το | συμφυές |
| κλητική | συμφυή(ς) | συμφυής | συμφυές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμφυείς | οι | συμφυείς | τα | συμφυή |
| γενική | των | συμφυών | των | συμφυών | των | συμφυών |
| αιτιατική | τους | συμφυείς | τις | συμφυείς | τα | συμφυή |
| κλητική | συμφυείς | συμφυείς | συμφυή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμφυής < αρχαία ελληνική συμφυής < σύν + φύω
Επίθετο
συμφυής, -ής, -ές
- (λόγιο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.