συμφυής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμφυής η συμφυής το συμφυές
      γενική του συμφυούς* της συμφυούς του συμφυούς
    αιτιατική τον συμφυή τη συμφυή το συμφυές
     κλητική συμφυή(ς) συμφυής συμφυές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμφυείς οι συμφυείς τα συμφυή
      γενική των συμφυών των συμφυών των συμφυών
    αιτιατική τους συμφυείς τις συμφυείς τα συμφυή
     κλητική συμφυείς συμφυείς συμφυή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμφυής < αρχαία ελληνική συμφυής < σύν + φύω

Επίθετο

συμφυής, -ής, -ές

(λόγιο)
  1. (βοτανική) που έχει φυτρώσει μαζί με κάτι άλλο
     συνώνυμα: σύμφυτος
  2. που έχει φτιαχτεί μαζί με κάτι άλλο
    Τα δύο βάθρα φέρουν πάνω τους τις δύο εντυπωσιακές Καρυάτιδες, που είναι «συμφυείς με πεσσούς». (*)
     συνώνυμα: σύμφυτος
  3. εκ φύσεως
     συνώνυμα: εγγενής, έμφυτος, σύμφυτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.