συμπολιτευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμπολιτευόμενος | η | συμπολιτευόμενη | το | συμπολιτευόμενο |
| γενική | του | συμπολιτευόμενου | της | συμπολιτευόμενης | του | συμπολιτευόμενου |
| αιτιατική | τον | συμπολιτευόμενο | τη | συμπολιτευόμενη | το | συμπολιτευόμενο |
| κλητική | συμπολιτευόμενε | συμπολιτευόμενη | συμπολιτευόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμπολιτευόμενοι | οι | συμπολιτευόμενες | τα | συμπολιτευόμενα |
| γενική | των | συμπολιτευόμενων | των | συμπολιτευόμενων | των | συμπολιτευόμενων |
| αιτιατική | τους | συμπολιτευόμενους | τις | συμπολιτευόμενες | τα | συμπολιτευόμενα |
| κλητική | συμπολιτευόμενοι | συμπολιτευόμενες | συμπολιτευόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμπολιτευόμενος < μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος συμπολιτεύομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /sim.bo.li.teˈvo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπο‐λι‐τευ‐ό‐με‐νος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐πο‐λι‐τευ‐ό‐με‐νος
Μετοχή
συμπολιτευόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- που συμπολιτεύευται, που ανήκει στην ίδια πολιτική παράταξη
- ※ Ἄλλως τε τόσα ἕλη λιμνάζουσιν εὐτυχῶς ἐπὶ τῶν λάκκων τῶν ἀθηναϊκῶν ὁδῶν, ἀκίνητα, ὡς δημάρχου ἐγκέφαλος ἢ ὡς γλῶσσα βουλευτοῦ συμπολιτευομένου, ὥστε ἐπὶ τῆς ὑελώδους ἐπιφανείας των ἀντικατοπτρίζεται θαυμασίως ὁ οὐρανὸς μετὰ τῶν ἀστέρων καὶ τῶν πλανητῶν του. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
συμπολιτευόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.