συμπολιτεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμπολιτεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμπολιτεύομαι (ασκώ αξίωμα μαζί με, αρχαία σημασία: ζω μαζί με < συμ- + πολιτεύομαι[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sim.bo.liˈte.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπο‐λι‐τεύ‐ο‐μαι
Ρήμα
συμπολιτεύομαι, μτχ.π.ε.: συμπολιτευόμενος, π.αόρ.: συμπολιτεύτηκα [2] (αποθετικό ρήμα)
- (πολιτική) ανήκω ή στηρίζω πολιτική παράταξη που κυβερνά
- ※ Ένας κόσμος που δεν αντιπολιτεύτηκε μόνο τον Σημίτη, αλλά τον συμπολιτεύτηκε τις ημέρες της εξουσίας του, τον καλεί σήμερα να λογοδοτήσει. (Περικλής Δημητρολόπουλος, Η μοναξιά ενός πρώην πρωθυπουργού, εφημερίδα Τα Νέα, 29 Οκτωβρίου 2018)
Αντώνυμα
Κλίση
Αναφέρεται και μετοχή παθητικού παρακειμένου σε -μένος [2]
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συμπολιτεύομαι | συμπολιτευόμουν(α) | θα συμπολιτεύομαι | να συμπολιτεύομαι | συμπολιτευόμενος | |
| β' ενικ. | συμπολιτεύεσαι | συμπολιτευόσουν(α) | θα συμπολιτεύεσαι | να συμπολιτεύεσαι | (συμπολιτεύου) | |
| γ' ενικ. | συμπολιτεύεται | συμπολιτευόταν(ε) | θα συμπολιτεύεται | να συμπολιτεύεται | ||
| α' πληθ. | συμπολιτευόμαστε | συμπολιτευόμαστε συμπολιτευόμασταν |
θα συμπολιτευόμαστε | να συμπολιτευόμαστε | ||
| β' πληθ. | συμπολιτεύεστε | συμπολιτευόσαστε συμπολιτευόσασταν |
θα συμπολιτεύεστε | να συμπολιτεύεστε | (συμπολιτεύεστε) | |
| γ' πληθ. | συμπολιτεύονται | συμπολιτεύονταν συμπολιτευόντουσαν |
θα συμπολιτεύονται | να συμπολιτεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συμπολιτεύτηκα | θα συμπολιτευτώ | να συμπολιτευτώ | συμπολιτευτεί | ||
| β' ενικ. | συμπολιτεύτηκες | θα συμπολιτευτείς | να συμπολιτευτείς | συμπολιτεύσου | ||
| γ' ενικ. | συμπολιτεύτηκε | θα συμπολιτευτεί | να συμπολιτευτεί | |||
| α' πληθ. | συμπολιτευτήκαμε | θα συμπολιτευτούμε | να συμπολιτευτούμε | |||
| β' πληθ. | συμπολιτευτήκατε | θα συμπολιτευτείτε | να συμπολιτευτείτε | συμπολιτευτείτε | ||
| γ' πληθ. | συμπολιτεύτηκαν συμπολιτευτήκαν(ε) |
θα συμπολιτευτούν(ε) | να συμπολιτευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συμπολιτευτεί | είχα συμπολιτευτεί | θα έχω συμπολιτευτεί | να έχω συμπολιτευτεί | ||
| β' ενικ. | έχεις συμπολιτευτεί | είχες συμπολιτευτεί | θα έχεις συμπολιτευτεί | να έχεις συμπολιτευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συμπολιτευτεί | είχε συμπολιτευτεί | θα έχει συμπολιτευτεί | να έχει συμπολιτευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συμπολιτευτεί | είχαμε συμπολιτευτεί | θα έχουμε συμπολιτευτεί | να έχουμε συμπολιτευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συμπολιτευτεί | είχατε συμπολιτευτεί | θα έχετε συμπολιτευτεί | να έχετε συμπολιτευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συμπολιτευτεί | είχαν συμπολιτευτεί | θα έχουν συμπολιτευτεί | να έχουν συμπολιτευτεί | ||
Μεταφράσεις
συμπολιτεύομαι
|
|
Αναφορές
- συμπολιτεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Το λεξικό, δίνει και μετοχή παθητικού παρακειμένου σε -μένος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.