συμπολίτευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | συμπολίτευσῐς | αἱ | συμπολιτεύσεις | ||||
| γενική | τῆς | συμπολιτεύσεως | τῶν | συμπολιτεύσεων | ||||
| δοτική | τῇ | συμπολιτεύσει | ταῖς | συμπολιτεύσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | συμπολίτευσῐν | τὰς | συμπολιτεύσεις | ||||
| κλητική ὦ! | συμπολίτευσῐ | συμπολιτεύσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμπολιτεύσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | συμπολιτευσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- συμπολίτευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συμπολιτεύ(ομαι) + -σις < συμ- + πολιτεύομαι
Ουσιαστικό
συμπολίτευσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- το να είμαι συμπολίτης, πολίτης στην ίδια συμπολιτεία
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις συμπολιτεία, σύν και πόλις
Πηγές
- συμπολίτευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.