συμπλέκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συμπλέκτης | οι | συμπλέκτες |
| γενική | του | συμπλέκτη | των | συμπλεκτών |
| αιτιατική | τον | συμπλέκτη | τους | συμπλέκτες |
| κλητική | συμπλέκτη | συμπλέκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπλέκτης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /simˈble.ktis/
Ουσιαστικό
συμπλέκτης αρσενικό
- (μηχανολογία) (νεολογισμός) μηχανισμός των οχημάτων για τη σύνδεση (σύμπλεξη) και αποσύνδεση (αποσύμπλεξη) των ομοαξονικών μερών του συστήματος που χρησιμεύει στη μετάδοση της περιστροφικής κίνησης
Συνώνυμα
- αμπραγιάζ
- ντεμπραγιάζ
- κλατς (Κυπριακή διάλεκτος)
Συγγενικά
- συμπλέκω, αποσυμπλέκω
- συμπλεκτικός
- σύμπλεξη, αποσύμπλεξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.