σύμπλεξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύμπλεξη οι συμπλέξεις
      γενική της σύμπλεξης* των συμπλέξεων
    αιτιατική τη σύμπλεξη τις συμπλέξεις
     κλητική σύμπλεξη συμπλέξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπλέξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el

σύμπλεξη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σύμπλεξη θηλυκό

  1. (γενικότερα) το αποτέλεσμα ή η ενέργεια του συμπλέκω
  2. (ειδικότερα) (μηχανολογία) η διασύνδεση εξαρτημάτων που βρίσκονται στον ίδιο άξονα για τη μετάδοση περιστροφικής κίνησης (λ.χ. στα οχήματα) με τη χρήση του συμπλέκτη

Αντώνυμα

  • αποσύμπλεξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.