αμπραγιάζ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμπραγιάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική embrayage[1], διεθνής όρος

Ουσιαστικό

αμπραγιάζ ουδέτερο άκλιτο

  • (τεχνολογία) ο συμπλέκτης του αυτοκινήτου/μοτοσυκλέτας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.