συμπίπτων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμπίπτων | η | συμπίπτουσα | το | συμπίπτον |
| γενική | του | συμπίπτοντος & συμπίπτοντα1 |
της | συμπίπτουσας & συμπιπτούσης* |
του | συμπίπτοντος |
| αιτιατική | τον | συμπίπτοντα | τη | συμπίπτουσα | το | συμπίπτον |
| κλητική | συμπίπτων | συμπίπτουσα | συμπίπτον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμπίπτοντες | οι | συμπίπτουσες | τα | συμπίπτοντα |
| γενική | των | συμπιπτόντων | των | συμπιπτουσών | των | συμπιπτόντων |
| αιτιατική | τους | συμπίπτοντες | τις | συμπίπτουσες | τα | συμπίπτοντα |
| κλητική | συμπίπτοντες | συμπίπτουσες | συμπίπτοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμπίπτων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμπίπτων
Μετοχή
συμπίπτων, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συμπίπτω: που συμπίπτει
- ↪ συμπίπτουσα διεύθυνση ανέμου
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.