ΔΣΕ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΔΣΕ < Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας
Συντομομορφή
Δ.Σ.Ε. αρσενικό αρκτικόλεξο
- (ιστορία) η προσκείμενη στο ΚΚΕ στρατιωτική οργάνωση η οποία συμμετείχε στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο
- ※ Ο ρόλος των κομμουνιστικών κρατών της Ανατολικής Ευρώπης στο ξέσπασμα και στη διεξαγωγή του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου υπήρξε καθοριστικός και σύνθετος, καθώς, καθεμιά από τις Λαϊκές Δημοκρατίες συνέβαλε στην ενίσχυση του ΚΚΕ και του ΔΣΕ.
- Νίκος Μαραντζίδης, Οι αποστολές εφοδίων στον ΔΣΕ, Η Καθημερινή, 29 Απριλίου 2012
- ※ Ο ρόλος των κομμουνιστικών κρατών της Ανατολικής Ευρώπης στο ξέσπασμα και στη διεξαγωγή του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου υπήρξε καθοριστικός και σύνθετος, καθώς, καθεμιά από τις Λαϊκές Δημοκρατίες συνέβαλε στην ενίσχυση του ΚΚΕ και του ΔΣΕ.
-
ΔΣΕ στη Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.