συμβιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμβιώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμβιόω / συμβι(ῶ) + -ώνω < σύν (συμ-) + βίος
Προφορά
- ΔΦΑ : /siɱ.viˈo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βι‐ώ‐νω
Ρήμα
συμβιώνω, αόρ.: συμβίωσα (χωρίς παθητική φωνή)
- βιώνω / ζω μαζί με κάποιον ή κάποιους άλλους, ή στην ίδια κατοικία ή στο ίδιο περιβάλλον
- → δείτε τη λέξη συγκατοικώ
- (κατ’ επέκταση) συνυπάρχω με άλλους ανθρώπους σε οργανωμένη κοινωνία
- (βιολογία) συνυπάρχω με άλλους οργανισμούς διαφορετικών ειδών
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συμβιώνω | συμβίωνα | θα συμβιώνω | να συμβιώνω | συμβιώνοντας | |
| β' ενικ. | συμβιώνεις | συμβίωνες | θα συμβιώνεις | να συμβιώνεις | συμβίωνε | |
| γ' ενικ. | συμβιώνει | συμβίωνε | θα συμβιώνει | να συμβιώνει | ||
| α' πληθ. | συμβιώνουμε | συμβιώναμε | θα συμβιώνουμε | να συμβιώνουμε | ||
| β' πληθ. | συμβιώνετε | συμβιώνατε | θα συμβιώνετε | να συμβιώνετε | συμβιώνετε | |
| γ' πληθ. | συμβιώνουν(ε) | συμβίωναν συμβιώναν(ε) |
θα συμβιώνουν(ε) | να συμβιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συμβίωσα | θα συμβιώσω | να συμβιώσω | συμβιώσει | ||
| β' ενικ. | συμβίωσες | θα συμβιώσεις | να συμβιώσεις | συμβίωσε | ||
| γ' ενικ. | συμβίωσε | θα συμβιώσει | να συμβιώσει | |||
| α' πληθ. | συμβιώσαμε | θα συμβιώσουμε | να συμβιώσουμε | |||
| β' πληθ. | συμβιώσατε | θα συμβιώσετε | να συμβιώσετε | συμβιώστε | ||
| γ' πληθ. | συμβίωσαν συμβιώσαν(ε) |
θα συμβιώσουν(ε) | να συμβιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συμβιώσει | είχα συμβιώσει | θα έχω συμβιώσει | να έχω συμβιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συμβιώσει | είχες συμβιώσει | θα έχεις συμβιώσει | να έχεις συμβιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συμβιώσει | είχε συμβιώσει | θα έχει συμβιώσει | να έχει συμβιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συμβιώσει | είχαμε συμβιώσει | θα έχουμε συμβιώσει | να έχουμε συμβιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συμβιώσει | είχατε συμβιώσει | θα έχετε συμβιώσει | να έχετε συμβιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συμβιώσει | είχαν συμβιώσει | θα έχουν συμβιώσει | να έχουν συμβιώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.