συμβιωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συμβιωτής | οι | συμβιωτές |
| γενική | του | συμβιωτή | των | συμβιωτών |
| αιτιατική | τον | συμβιωτή | τους | συμβιωτές |
| κλητική | συμβιωτή | συμβιωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμβιωτής < ελληνιστική κοινή συμβιωτής ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική symbiote)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.