συμβεβηκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συμβεβηκός | τα | συμβεβηκότα |
| γενική | του | συμβεβηκότος | των | συμβεβηκότων |
| αιτιατική | το | συμβεβηκός | τα | συμβεβηκότα |
| κλητική | συμβεβηκός | συμβεβηκότα | ||
| Κατηγορία όπως «γεγονός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμβεβηκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμβεβηκός, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής συμβεβηκώς → δείτε συμβαίνω (συμβαίνει)
Προφορά
- ΔΦΑ : /siɱ.ve.viˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βε‐βη‐κός
Ουσιαστικό
συμβεβηκός ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές, φιλοσοφία) τυχαίο, απρόβλεπτο γεγονός
- ※ Από γαλλική σκοπιά είμαι άνθρωπος από τη φύση μου και Γάλλος κατά ιστορικό συμβεβηκός. Από γερμανική σκοπιά είμαι Γερμανός και άνθρωπος χάρη και μέσα από την γερμανικότητά μου. (Α. Ελεφάντης, Το έθνος του Διαφωτισμού)
Πηγές
- συμβεβηκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- συμβεβηκός < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής συμβεβηκώς
Ουσιαστικό
συμβεβηκός
- → ζητούμενο λήμμα και το ουσιαστικοποιημένο
Κλιτικός τύπος μετοχής
συμβεβηκός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένουςμετοχή ενεργητικού παρακειμένου (συμβέβηκα) του συμβαίνω
Πηγές
- συμβαίνω, συμβεβηκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.