συγκινητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συγκινητικότητα | οι | συγκινητικότητες |
| γενική | της | συγκινητικότητας | των | συγκινητικοτήτων |
| αιτιατική | τη | συγκινητικότητα | τις | συγκινητικότητες |
| κλητική | συγκινητικότητα | συγκινητικότητες | ||
| Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγκινητικότητα < συγκινητικός + -ότητα
Ουσιαστικό
συγκινητικότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του συγκινητικού, η δύναμη που έχει κάτι να μας συγκινεί
Μεταφράσεις
συγκινητικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.