συγκινησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκινησία οι συγκινησίες
      γενική της συγκινησίας των συγκινησιών
    αιτιατική τη συγκινησία τις συγκινησίες
     κλητική συγκινησία συγκινησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγκινησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική syncinésie < αρχαία ελληνική συγκίνησις < συγκινέω

Ουσιαστικό

συγκινησία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.