συγγιγνώσκω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συγγιγνώσκω < σύν + γιγνώσκω

Ρήμα

συγγιγνώσκω

  1. έχω την ίδια γνώμη (με άλλον)
  2. συμφωνώ, αποδέχομαι την γνώμη (του άλλου)
  3. υποχωρώ, αποδέχομαι τη γνώμη (του άλλου)

Εκφράσεις

  • συγγιγνώσκω ἑμαυτῷ: έχω την εντύπωση ότι

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.