apologize

Αγγλικά (en)

ενεστώτας apologize
γ΄ ενικό ενεστώτα apologizes
αόριστος apologized
παθητική μετοχή apologized
ενεργητική μετοχή apologizing

Ρήμα

apologize (en) (αμερικανική γραφή) και apologise (βρετανική γραφή)

  • ζητώ συγγνώμη αναγνωρίζοντας το λάθος μου, απολογούμαι
    The least that you can do is apologize.
    Το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να ζητήσεις συγνώμη.
    He apologized to her for being late.
    Της ζήτησε συγγνώμη που άργησε.
    He apologized for his absence saying that…
    Απολογήθηκε για την απουσία του λέγοντας ότι…

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.