αντισηπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντισηπτικός η αντισηπτική το αντισηπτικό
      γενική του αντισηπτικού της αντισηπτικής του αντισηπτικού
    αιτιατική τον αντισηπτικό την αντισηπτική το αντισηπτικό
     κλητική αντισηπτικέ αντισηπτική αντισηπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντισηπτικοί οι αντισηπτικές τα αντισηπτικά
      γενική των αντισηπτικών των αντισηπτικών των αντισηπτικών
    αιτιατική τους αντισηπτικούς τις αντισηπτικές τα αντισηπτικά
     κλητική αντισηπτικοί αντισηπτικές αντισηπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντισηπτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antiseptique < αρχαία ελληνική σηπτικός < σήπω

Επίθετο

αντισηπτικός

  1. (ιατρική) που καταπολεμά ή προλαμβάνει τη μόλυνση
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αντισηπτικό

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις αντί και σαπίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.