αιμοστατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιμοστατικός η αιμοστατική το αιμοστατικό
      γενική του αιμοστατικού της αιμοστατικής του αιμοστατικού
    αιτιατική τον αιμοστατικό την αιμοστατική το αιμοστατικό
     κλητική αιμοστατικέ αιμοστατική αιμοστατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιμοστατικοί οι αιμοστατικές τα αιμοστατικά
      γενική των αιμοστατικών των αιμοστατικών των αιμοστατικών
    αιτιατική τους αιμοστατικούς τις αιμοστατικές τα αιμοστατικά
     κλητική αιμοστατικοί αιμοστατικές αιμοστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αιμοστατικός < (ελληνιστική κοινή) αἱμοστατικός

Επίθετο

αιμοστατικός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι

  • αιμοστατικός ιμάντας
  • αιμοστατικός επίδεσμος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.