στρωσίδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρωσίδι τα στρωσίδια
      γενική του στρωσιδιού των στρωσιδιών
    αιτιατική το στρωσίδι τα στρωσίδια
     κλητική στρωσίδι στρωσίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρωσίδι < μεσαιωνική ελληνική στρωσίδιον < υποκοριστικό του στρῶσις + -ίδιον

Προφορά

ΔΦΑ : /stɾoˈsi.ði/

Ουσιαστικό

στρωσίδι ουδέτερο

  1. κομμάτι από ύφασμα που χρησιμοποιείται για να καλύπτει το δάπεδο
     συνώνυμα: τάπητας, χαλί
  2. ύφασμα που χρησιμεύει ως κάλυμμα επίπλου
  3. (στον πληθυντικό) κάθε ύφασμα (σεντόνι, κουβέρτα, πάπλωμα κ.λπ.) με το οποίο στρώνεται το κρεβάτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.