χαλί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλί τα χαλιά
      γενική του χαλιού των χαλιών
    αιτιατική το χαλί τα χαλιά
     κλητική χαλί χαλιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαλί < (άμεσο δάνειο) τουρκική halı < περσική قالی (qali)
Κατάστημα πώλησης χαλιών.

Προφορά

ΔΦΑ : /xaˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαλί

Ουσιαστικό

χαλί ουδέτερο

  • κάλυμμα για το πάτωμα από βαρύ, συνήθως διακοσμημένο, ύφασμα

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • να γίνω χαλί να με πατήσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.