στρουθοκαμηλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στρουθοκαμηλισμός | οι | στρουθοκαμηλισμοί |
| γενική | του | στρουθοκαμηλισμού | των | στρουθοκαμηλισμών |
| αιτιατική | τον | στρουθοκαμηλισμό | τους | στρουθοκαμηλισμούς |
| κλητική | στρουθοκαμηλισμέ | στρουθοκαμηλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρουθοκαμηλισμός < στρουθοκάμηλος + -ισμός (συμπεριφορά παρόμοια με της στρουθοκαμήλου, η οποία κρύβει το κεφάλι της στο έδαφος όταν την κυνηγάει κάποιος εχθρός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /stɾu.θo.ka.mi.liˈzmos/
Ουσιαστικό
στρουθοκαμηλισμός αρσενικό
Μεταφράσεις
στρουθοκαμηλισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.