στριμωχτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στριμωχτός | η | στριμωχτή | το | στριμωχτό |
| γενική | του | στριμωχτού | της | στριμωχτής | του | στριμωχτού |
| αιτιατική | τον | στριμωχτό | τη | στριμωχτή | το | στριμωχτό |
| κλητική | στριμωχτέ | στριμωχτή | στριμωχτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στριμωχτοί | οι | στριμωχτές | τα | στριμωχτά |
| γενική | των | στριμωχτών | των | στριμωχτών | των | στριμωχτών |
| αιτιατική | τους | στριμωχτούς | τις | στριμωχτές | τα | στριμωχτά |
| κλητική | στριμωχτοί | στριμωχτές | στριμωχτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
στριμωχτός
|
Πηγές
- στριμωχτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στριμωχτός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- στριμωχτός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.