στριμωγμένη
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
στριμωγμένη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στριμωγμένος
- ↪ Είμαι στριμωγμένη στο μετρό
- ↪ Δεν μπορώ να κάνω παρατυπίες και διευκολύνσεις, γιατί είμαι στριμωγμένη, με έχουν βάλει στο μάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.